-
1 высший
высший ανώτατος \высший сорт η ανώτατη ποιότητα \высшийее учеб ное заведение το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα \высшийее об разование η ανώτατη εκπαί δευση* * *вы́сший сорт — η ανώτατη ποιότητα
вы́ее уче́бное заведе́ние — το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα
вы́ее образова́ние — η ανώτατη εκπαίδευση